ἀμεταμέλητος
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
English (LSJ)
ον,
A not to be repented of or regretted, ἡδονή Pl.Ti. 59d; τὸ πεπραγμένον αὐτοῖς ἀ. γίγνεται Id.Lg.866e; ἀμεταμέλητον ἐστί τί τινι one has nothing to repent of, Plb.21.11.11. 2 having no opportunity of repentance, Just.Nov.129.3. II of persons, unrepentant, feeling no remorse, ἀ. ἀνίατος Arist.EN1150a22, 1166a29. Adv. -τως Them.Or.19.231a, Inscr.Prien.114.
German (Pape)
[Seite 122] keine Reue verursachend, ἡδονή Plat. Tim. 59 d, öfter; πίστις αὐτοῖς ἀμ. ἔσται, sie werden ihre Treue nicht bereuen, Pol. 24, 11; Cic. Att. 7, 3. 13, 52; nicht bereuend, N. T. – Adv. -τως. Themist.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμεταμέλητος: -ον, περὶ οὗ δὲν μεταμελεῖταί τις, ἡδονὴ Πλάτ. Τίμ. 59D· τὸ πεπραγμένον αὐτοῖς ἀμ. γίγνεται ὁ αὐτ. Νόμ. 866Ε· ἀμεταμέλητόν ἐστί τί τινι = δὲν ἔχει τίς τι δι’ ὃ νὰ μετανοήσῃ, Πολύβ. 24. 12.11. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ μεταμελόμενος, ὁ μὴ αἰσθανόμενος λύπην ἢ ἔλεγχον συνειδήσεως, ἀμ. ἀνίατος Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 7, 2, πρβλ. 9. 4, 5: - Ἐπίρρ. -τως Θεμίστ. 231Α, Αἴσωπ. 4, ἔκδ. de Fur.: ὡσαύτως -τὶ Φώτ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non regretté.
Étymologie: ἀ, μεταμέλω.
Spanish (DGE)
-ον
I de abstr.
1 de lo que uno no se arrepiente, de lo que no hay motivo de queja ἡδονή Pl.Ti.59d, Antisth.110, Plu.2.137b, τὸ πεπραγμένον Pl.Lg.866e, προαίρεσις Plb.21.11.11, πίστις Plb.23.16.11, τιμαί D.H.11.13, celeritas nostri reditus ἀ. debet esse Cic.Att.126.2.
2 de lo que uno no se vuelve atrás, irrevocable, invariable προθυμία Iul.Or.4.241d, δίκαιος σκοπός PMasp.314.3.11 (VI a.C.) ἀσφάλεια PLond.77.4 (VIII a.C.)
•de lo que no hay que arrepentirse μετάνοια 2Ep.Cor.7.10, τὰ χαρίσματα ... τοῦ Θεοῦ Ep.Rom.11.29.
II de pers. que no se arrepiente, que no tiene remordimientos, firme ὁ γὰρ ἀμεταμέλητος ἀνίατος una persona que no se arrepiente no puede ser curada Arist.EN 1150a22, ἀ. γὰρ ὡς εἰπεῖν no tiene nada de que arrepentirse, por así decirlo Arist.EN 1166a29, ἀμεταμέλητοι ἦτε ἐπὶ πάσῃ ἀγαθοποιΐᾳ 1Ep.Clem.2.7.
III adv. -ως
1 irrevocablemente Ath.Al.M.26.376B.
2 sin remordimientos, sin arrepentirse, IPr.114.8 (I a.C.), Them.Or.19.231a.
3 irreflexivamente Aesop.83.2.