ἄφαντος

From LSJ
Revision as of 12:19, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_8)

οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄφαντος Medium diacritics: ἄφαντος Low diacritics: άφαντος Capitals: ΑΦΑΝΤΟΣ
Transliteration A: áphantos Transliteration B: aphantos Transliteration C: afantos Beta Code: a)/fantos

English (LSJ)

ον, (φαίνομαι)

   A made invisible, blotted out, ἀκήδεστοι καὶ ἄ. Il.6.60; ἄσπερμος γενεὴ καὶ ἄ. ὄληται 20.303, etc.; hidden, ἄ. ἕρμα A.Ag.1007 (lyr.); ἔφην' ἄφαντον φῶς S.Ph.297; ἄ. ἔπελες Pi.O.1.46; ἐκ βροτῶν ἄ. βῆναι S.OT832; ἁνὴρ ἄ. ἐκ . . στρατοῦ he has disappeared, A.Ag.624; ἄ. οἴχεσθαι ib.657, Jul.Or.2.59a; ἔρρειν S.OT560; ἀρθεῖσ' ἄ. E.Hel.606; ἐκ χερῶν Id.Hipp.827 (lyr.); ἴχνος πλατᾶν ἄ. disappearing, A.Ag.695 (lyr.); invisible, νύξ Parm.9.3.    2 in secret, ἄφαντα βρέμειν Pi.P.11.30.    3 obscure, Id.N.8.34; θεοῖς δῆλος θνητοῖσι δ' ἄ. Epimenid.II.—Poet. and late Prose, ἄ. γενέσθαι D.S.3.60, 4.65, Ev.Luc.24.31; τὰ ἄφαντα φήναντες Aristid.1.260 J., cf. Sch.Arat. 899.

German (Pape)

[Seite 407] unsichtbar, verdunkelt, verschwunden, wie ἀφανής; nur bei Dichtern; Hom. Iliad. 6, 60. 20, 303; bes. Tragg.; ἄφαντον φῶς, unerwartet, Soph. Phil. 297.

Greek (Liddell-Scott)

ἄφαντος: -ον, (φαίνομαι) ὁ καταστὰς ἀφανής, ἀόρατος, ὁ ἐξαφανισθείς, «λησμονημένος», ἀκήδεστοι καὶ ἄφ. Ἰλ. Ζ. 60· ἄσπερμος γενεὴ καὶ ἄφ. ὄληται Υ. 303, κτλ.· κεκκρυμένος, ἄφ. ἕρμα Αἰσχύλ. Ἀγ. 1007· ἔφην ἄφαντον φῶς (silicis venis abstrusum excudit ignem), Σοφ. Φιλ. 297· ἀφ. ἔπελες Πινδ. Ο. 1. 72· ἐκ βροτῶν ἀφ βῆναι Σοφ. Ο.Τ. 382· ἀνὴρ ἄφαντος ἐκ… στρατοῦ Αἰσχύλ. Ἀγ. 624· ἀφ. οἴχεσθαι, ἔρρειν, = ἀφανισθῆναι αὐτόθι 657. Σοφ. Ο. Τ. 560· ἀρθεῖσ’ ἄφαντος Εὐρ. Ἑλ. 606· ἐκ χερῶν ὁ αὐτ. Ἱππ. 827· ἴχνος ἀφ. πλατᾶν Αἰσχύλ. Ἀγ. 695· 2) ἐν κρυπτῷ ἄφαντ. βρέμειν Πινδ. 11. 11, 46. 3) σκοτεινός, ἄσημος, ἀφανής, Πινδ. Ν. 8. 58. Μόνον ποιητ. λέξις καὶ ἐν τῇ Καιν. Διαθ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qu’on ne voit pas, invisible, caché;
2 qu’on ne voit plus, disparu, anéanti ; ἄφαντον οἴχεσθαι ou ἔρρειν ESCHL, SOPH disparaître, s’anéantir ; oublié.
Étymologie: ἀ, φαίνω.

English (Autenrieth)

(φαίνω): unseen, ‘leaving no trace,’ (Il.)

English (Slater)

ᾰφαντος
   1 not to be seen ὥς δ' ἄφαντος ἔπελες (O. 1.46) met., obscure m. pl. pro subs., (πάρφασις)· ἃ τὸ μὲν λαμπρὸν βιᾶται, τῶν δ' ἀφάντων κῦδος ἀντείνει σαθρόν (N. 8.34) n. sing. pro adv., out of sight, unseen, ὁ δὲ χαμηλὰ πνέων ἄφαντον βρέμει (P. 11.30)

Spanish (DGE)

-ον
I 1desaparecido, exterminado, que no deja huella esp. de muertos ἀκήδεστοι καὶ ἄφαντοι los troyanos Il.6.60, ὄφρα μὴ ἄσπερμος γενεὴ καὶ ἄ. ὄληται para que no perezca la estirpe sin descendencia ni rastro, Il.20.303, ἄ. ἔπελες desapareciste Pi.O.1.46, ἀνὴρ ἄ. ἐξ ... στρατοῦ A.A.624, ᾤχοντ' ἄφαντοι A.A.657, cf. E.Or.1557, Theoc.4.5, Iul.Or.3.59a, ἄ. ἔρρει S.OT 560, ἀρθεῖσ' ἄ. E.Hel.606, ἐκ χερῶν ἄ. εἶ E.Hipp.828, αὐτὸς ἄ. ἐγένετο ἀπ' αὐτῶν Eu.Luc.24.31.
2 inadvertido, no visto ἄφαντοι δυσόμεσθ' E.HF 874, διαπρὸ δωμάτων ἄ. E.Or.1496, ὁ μὲν ἦεν ἄ. Nonn.D.45.325
fig. desconocido, sin fama τῶν δ' ἀφάντων κῦδος ... σαθρόν Pi.N.8.34.
II obscuro, sin luz θύελλαι Alc.298.26, νύξ ἄ. Parm.B 9.2, op. φανερός E.El.1191
neutr. como adv. en la obscuridad ἄφαντον βρέμει Pi.P.11.30.
III invisible θεοῖς δῆλος, θνητοῖσι δ' ἄ. (γαίης ὀμφαλός) Epimenid.B 11, ἴχνος πλατᾶν ἄφαντον la huella invisible de los remos A.A.695, ἄφαντον ἕρμα invisible escollo A.A.1006, ἄφαντον φῶς S.Ph.297, γίνετ' ἄ. ὅλη una nebulosa, Arat.900.