ὀχλοποιέω
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
A make a riot, Act.Ap.17.5.
German (Pape)
[Seite 431] einen Volksauflauf erregen, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ὀχλοποιέω: ἐγείρω ὀχλαγωγίαν, Πράξ. Ἀποστ. ιζ΄, 5· - ὀχλοποίησις, εως, ἡ, Ἡσύχ. ἐν λ. δημαγωγίας.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
faire des rassemblements, ameuter une foule, provoquer un attroupement.
Étymologie: ὄχλος, ποιέω.