ὑετός

From LSJ
Revision as of 15:27, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

Γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται → Afferre damna lubricum linguae solet → Der eitlen Zunge folgt die Strafe auf den Fuß

Menander, Monostichoi, 111
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑετός Medium diacritics: ὑετός Low diacritics: υετός Capitals: ΥΕΤΟΣ
Transliteration A: hyetós Transliteration B: hyetos Transliteration C: yetos Beta Code: u(eto/s

English (LSJ)

[ῡ], ὁ, (

   A ὕὠ rain, Il.12.133, Hes.Op.545; ποιεῖν ὑετόν Ar.V.263 (lyr.); esp. a heavy shower (whereas ὄμβρος is continuous rain, ψεκάς or ψακάς drizzle), Antipho5.22, X.Cyn.5.4, Arist. Mete.347a12, Mu.394a31, Chrysipp.Stoic.2.203: pl., rains, Diog. Apoll.3, Arist.PA653a4.    II as Adj. in Sup., ἄνεμοι ὑετώτατοι the rainiest winds, Hdt.2.25 (where θυετιώτατοι cod. D., ὑετιώτατοι Hude). [ῡ Hom., Hes., Att.; later ῠ in ῠετοῖο Nic.Th.273.]

German (Pape)

[Seite 1175] ὁ, der Regen; Il. 12, 133; Hes. O. 547; Ar. Vesp. 263; ἀνέμων καὶ ὑετῶν γιγνομένων, Plat. Epin. 979 a; bes. Platzregen, mehr als ὄμβρος, Arist. mund. 4 u. meteorol. 1, 9. – Adject., ἄνεμοι ὑετώτατοι, Her. 2, 25, die regenhaftesten Winde, wo Buttmann ὑετιώτατοι schreiben wollte. – [Im gen. ὑετοῖο ist des Verses wegen υ kurz gebraucht.]

Greek (Liddell-Scott)

ὑετός: [ῡ], ὁ· (ὕω)· - βροχή, Λατ. pluvius, Ἰλ. Μ. 133, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 543· ποιεῖ ὑετὸν Ἀριστοφ. Σφ. 263· - μάλιστα ῥαγδαία βροχή, Λατ. nimbus, ἐν ᾧ ὄμβρος, Λατ. imber, εἶναι διαρκὴς βροχή, καὶ ψεκὰς ἢ ψακὰς ἡ κατὰ μικρὰς σταγόνας πίπτουσα, «ψιχάλα», Ξεν. Κυν. 5, 4. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 9, 6, πρβλ. Ἀντιφῶντα 132. 8· πληθ., βροχαί, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 7, 12. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. ἐν τῷ ὑπερθετ., ἄνεμοι ὑετώτατοι, οἱ βροχερώτατοι ἄνεμοι, Ἡρόδ. 2. 25, - ἔνθατύπος ὑετιώτατοι θὰ ἦτο ὁ κανονικώτερος. [Ἐν τῇ Ἐπικ. γεν. ὑετοῖο, τὸ υ βραχύνεται διὰ τὴν ἀνάγκην τοῦ μέτρου].

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
forte pluie, pluie continue.
Étymologie: ὕω.

English (Autenrieth)

(ὕω): shower, Il. 12.133†.