διαπλέω

From LSJ
Revision as of 17:47, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπλέω Medium diacritics: διαπλέω Low diacritics: διαπλέω Capitals: ΔΙΑΠΛΕΩ
Transliteration A: diapléō Transliteration B: diapleō Transliteration C: diapleo Beta Code: diaple/w

English (LSJ)

Ion. δια-πλώω (q.v.),

   A sail through a strait or gap, Th.4.24, Plb.14.10.12; sail across, Μέγαράδε Lys.12.17; εἰς Αἴγιναν Ar.V. 122, etc.: c.acc., δ. τὸ πέλαγος Plu.2.206d, IG14.1976: metaph., δ. βίον sail through life, make life's voyage, Pl.Phd.85d.    2 flow through, pass, τὰ ψαμμία σὺν τοῖσι οὔροισι δ. Aret.SD2.3.

German (Pape)

[Seite 596] (s. πλέω), durch-, überfahren zu Schiffe; διαπλεῦσαι Thuc. 4, 24; Μέγαράδε Lys. 12, 17; τὸν Αἰγαῖον Luc. Hermot. 28; τὰς λίμνας, Hdn. 8, 6, 11; übertr., βίον, das Leben hinbringen, Plat. Phaed. 85 c u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διαπλέω: μέλλ. -πλεύσομαι, πλέω διὰ μέσου, Θουκ. 4. 25· Μέγαράδε Λυσ. 121. 31· εἰς Αἴγιναν Ἀριστοφ. Σφηξ. 122, κτλ.· μετ’ αἰτιατ., δ. τὸ πέλαγος Πλούτ. 2. 206D, Ἐπιγρ. Ἑλλ. 642. 13· μεταφ., δ. βίον Πλάτ. Φαίδωνι 85D· πρβλ. διαπλέκω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. διέπλευσα;
1 naviguer à travers ; fig. δ. βίον PLAT faire la traversée de la vie;
2 aborder.
Étymologie: πλέω.

Spanish (DGE)

1 intr. navegar ἄνω καὶ κάτω Hp.Aër.15, ἡ Χάρυβδις ... ᾗ Ὀδυσσεὺς λέγεται διαπλεῦσαι Th.4.24, εἰς Αἴγιναν Ar.V.122, Μέγαράδε Lys.12.17, ἐξ Ἰωνίας πόλεως εἰς Μίλητον Milet 1(3).150.103 (II a.C.), ἀπὸ Σικυῶνος εἰς Κίρραν Luc.DMort.21.2, cf. Hp.Ep.14, D.19.163, Plb.5.103.4, 18.45.7, Paus.9.24.1, I.BI 1.543, Plu.Sull.26, Caes.23, Ach.Tat.8.18.5, D.C.78.39.5, διώρυχες δι' ὧν διαπλέουσιν Thphr.HP 4.7.6, διαπλεῖ σινδόν' ἐπαράμενος AP 11.404 (Luc.)
part. αἱ Διαπλέουσαι Las Navegantes tít. de una comedia de Alexis AB 91.21
fig. de las arenillas en la orina ξὺν τοῖσι οὔροισι κάτω διαπλέει Aret.SD 2.3.4.
2 tr. recorrer, atravesar τὸν πορθμόν Str.7.4.3, τὸν ὠκεανόν Ath.781d, τὸ πέλαγος Act.Ap.27.5, Plu.2.206c, Orac.Sib.11.181, IUrb.Rom.1321.12 (III/IV d.C.), τὸν Αἰγαῖον ἢ τὸν Ἰόνιον Luc.Herm.28, en v. pas. πᾶσα δὲ θάλαττα φορτηγοῖς ὁλκάσιν ἀκινδύνως διαπλεῖται Ph.2.552
abs. hacer una travesía X.An.7.6.13, Anticl.4, Plb.14.10.12
fig. δ. τὸν βίον hacer la travesía de la vida e.e. vivir ὥσπερ ἐπὶ σχεδίας ... τὸν βίον Pl.Phd.85d, cf. Them.Or.1.7a, AP 7.23b.

English (Strong)

from διά and πλέω; to sail through: sail over.