προσαναβαίνω

From LSJ
Revision as of 17:46, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσαναβαίνω Medium diacritics: προσαναβαίνω Low diacritics: προσαναβαίνω Capitals: ΠΡΟΣΑΝΑΒΑΙΝΩ
Transliteration A: prosanabaínō Transliteration B: prosanabainō Transliteration C: prosanavaino Beta Code: prosanabai/nw

English (LSJ)

fut.

   A -βήσομαι X.Eq.Mag.1.2:—go up, or mount besides, l. c.; of water-birds, π. πρὸς τὰς πέτρας Arist.HA617a26; π. πρὸς τὸ ὄρθιον D.C.39.45; rise higher, as a swollen river, Plb.3.72.4; πόλις προσαναβαίνουσα lying on a mountain side, Poll.9.20: metaph., π. τῷ Ῥωμύλῳ go back as far as R., Plu.Thes.1.    II c. acc. loci, climb, ascend, τὸ σιμόν Pl.Com.79.

German (Pape)

[Seite 748] noch dazu hinan- od. hinausschreiten, -steigen; τὸ σιμόν, Plat. com. bei Schol. Ar. Lys. 288; πρὸς τὰς πέτρας, Arist. H. A. 9, 21; von Reitern, noch dazu zu Pferde steigen, Xen. Hipp. 1, 12 u. Sp.; vom Fluß, anschwellen, Pol. 3, 72, 4, vgl. 4, 39, 8; übtr., τῷ 'Ρωμύλῳ, Plut. Thes. 1, in der Erzählung bis auf R. hinansteigen.

Greek (Liddell-Scott)

προσαναβαίνω: μέλλ. -βήσομαι, ἀνέρχομαιἀναβαίνω πρός τι μέρος, Ξεν. Ἱππαρχ. 1, 2· ἐπὶ παρυδατίων πτηνῶν, πρ. πρὸς τὰς πέτρας Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 21· πρ. πρὸς τὸ ὄρθιον Δίων Κ. 39. 45· ― ὑψοῦμαι περισσότερον, ἐπὶ πλημμυροῦντος ποταμοῦ, Πολύβ. 3. 72, 4· ― πόλις προσαναβαίνουσα, κειμένη ἐπὶ τόπου προσάντους, Πολυδ. Ι΄, 20· ― μεταφορ., τῷ Ρωμύλῳ προσαναβῆναι, ἀναβῆναι μέχρι τῶν χρόνων τοῦ Ρωμύλου, Πλουτ. Θησ. 1. ΙΙ. μετ’ αἰτ. τόπου, ἀναβαίνω, ἀνέρχομαι, τουτὶ προσαναβῆναι τὸ σιμὸν δεῖ, δηλ. τὸ πρόσαντες, Πλάτων Κωμικ. ἐν «Νίκαις» 1.

French (Bailly abrégé)

f. προσαναβήσομαι, ao. προσανέβην, etc.
monter vers, avec πρός et l’acc. ; fig. remonter jusqu’à : τῷ Ῥομύλῳ PLUT remonter jusqu’à Romulus.
Étymologie: πρός, ἀναβαίνω.

English (Strong)

from πρός and ἀναβαίνω; to ascend farther, i.e. be promoted (take an upper (more honorable) seat): go up.