ἴσημι
Ἢ ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod
German (Pape)
[Seite 1263] dor. ἴσαμι, ich weiß, ich kenne, = οἶδα; Pind. P. 4, 248; Theocr. 5, 119; 3. Pers. ἴσατι 14, 35; plur. ἴσαμεν Pind. N. 7, 14; ἴσαντι P. 3, 29; Theocr. 15, 64. Die Form ἴσασι, wie ἴσμεν, ἴδμεν, ἴσαν, s. unter οἶδα bei ειδω.
Greek (Liddell-Scott)
ἴσημι: γινώσκω· ἀλλὰ τοῦ ἐνεστ. εὑρίσκομεν μόνον τούτους τοὺς Δωρ. τύπους, ἴσᾱμι Ἐπίχ. 98 Ahr., Πινδ. Π. 4. 441, Θεόκρ. 5. 119· ἴσης ἢ ἴσας ὁ αὐτ. 14. 34· ἴσᾱτι ὁ αὐτ. 15. 146· ἴσᾰμεν Πινδ. Ν. 7. 21· ἴσᾰτε Περίανδρ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 99· ἴσαντι Ἐπίχ. 26 Ahr, Θεόκρ. 15. 64., 25. 27· γ΄ πληθ. ὑποτ. ἰσᾶντι Ἐπιγραφ. Κρήτ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 3053· μετοχ. δοτ. ἴσαντι Πινδ. Π. 3. 52. ― Περὶ ἄλλων τύπων, οἵτινες φαίνονται ὡς ἀνήκοντες εἰς τὸ ῥῆμα τοῦτο, οἷον, ἴσμεν, ἴδμεν, ἴσθι, ἴσαν, ἴδε ἐν λέξ. *εἴδω Β. ῐ-· ἀλλὰ ῑ- ἐν Θεοκρ. 25. 27.
French (Bailly abrégé)
impf. 3ᵉ pl. ἴσαν;
savoir.
Étymologie: cf. οἶδα.
English (Strong)
assumed by some as the base of certain irregular forms of εἴδω; to know: know.