χρυσάρματος

From LSJ
Revision as of 14:38, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_2)

ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςlife is not worth living if you do not have at least one friend

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσάρμᾰτος Medium diacritics: χρυσάρματος Low diacritics: χρυσάρματος Capitals: ΧΡΥΣΑΡΜΑΤΟΣ
Transliteration A: chrysármatos Transliteration B: chrysarmatos Transliteration C: chrysarmatos Beta Code: xrusa/rmatos

English (LSJ)

ον,

   A with or in car of gold, Ἀθάνα B.12.194; Μήνα Pi.O.3.19; also of heroes, Id.P.5.9, I.6(5).19.    II οἱ χ., of a body of the Macedonian royal guard, Poll.1.175.

German (Pape)

[Seite 1379] mit, auf goldenem Wagen, Pind. Μήνη Ol. 3, 20, Κάστωρ P. 5, 9, Αἰακίδαι I. 5, 17, Θῆβαι frg. 207.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσάρμᾰτος: -ον, ὁ ἔχων ἅρμα χρυσοῦν, ἐπὶ χρυσοῦ ἅρματος ὀχούμενος, ἐπίθετον τῆς σελήνης, Πινδ. Ο. 3. 35· ὡσαύτως ἐπὶ ἡρώων, ὁ αὐτ. ἐν Π. 5. 10, ἐν Ι. 6 (5). 27· ― οἱ χρυσάρματοι, σῶμά τι τῆς Μακεδονικῆς σωματοφυλακῆς τοῦ βασιλέως, Πολυδ. Α΄, 175.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au char d’or.
Étymologie: χρυσός, ἅρμα.

English (Slater)

χρῡσάρματος, -ον
   1 with golden chariot χρυσάρματος Μήνα (O. 3.19) χρυσαρμάτου Κάστορος (P. 5.9) ὦ χρυσάρματοι Αἰακίδαι (τίμιοι κατὰ τὰ ἅρματα Σ.) (I. 6.19) cf. Σ, (P. 2.) inscr., καταφέρεσθαι τὸν Πίνδαρον εἰς τὸ τὰς Θήβας χρυσαρμάτους προσαγορεύειν (ad βρισαρμάτοις Δ. 2. 26 spectare putat Snell: potuit poeta singularem numerum usurpare, nott. Turyn) fr. 323.