ψύδραξ

From LSJ
Revision as of 11:13, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

Ἐλεύθερον φύλαττε τὸν σαυτοῦ τρόπον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Die Freiheit wahre deiner eignen Lebensart

Menander, Monostichoi, 144
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψύδραξ Medium diacritics: ψύδραξ Low diacritics: ψύδραξ Capitals: ΨΥΔΡΑΞ
Transliteration A: psýdrax Transliteration B: psydrax Transliteration C: psydraks Beta Code: yu/drac

English (LSJ)

ᾰκος, ἡ

   A, οἱ Ἴωνες ψύδρακας λέγουσι τὰς ποικίλας· ὅθεν καὶ ἡμεῖς ψύδρακας καλοῦμεν τὰ ἐπὶ τοῦ σώματος ἐξανθήματα EM819.10.

German (Pape)

[Seite 1402] ακος, ὁ, nur VLL. u. Diosc.; davon im wirklichen Gebrauch bes. das dim. ψυδράκιον, το, ein weißes Bläschen, Blätterchen, bes. auf der Nase, an der Zungenspitze, eigtl. Lügenbläschen, weil man glaubte, sie entständen dann, wenn Einer gelogen habe, vgl. Theocr. 9, 30. 12, 24.

Greek (Liddell-Scott)

ψύδραξ: -ακος, ὁ, λευκὴ φλύκταινα ἐπὶ τοῦ ἄκρου τῆς γλώσσης, φλύκταινα τοῦ ψεύδους, ἐπειδὴ ἐλέγετο ὅτι ἐκ τῆς ψευδολογίας ἐσχηματίζετο, = ψεῦμα, ὃ ἴδε· οὕτως ὑποκορ. ψυδράκιον, τό, Διοσκ. 5. 126, Γαλην., κλπ.· - καθόλου, φλύκταινα, ἕλκωσις ἐπί τοῦ σώματος, ἐξάνθημα, ὁ αὐτ.· - ἐντεῦθεν ψυδρακόω, πληρῶ ἐξανθημάτων, Γαλην. 13. 784.