Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αναμάρτητος

From LSJ
Revision as of 06:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him

Euripides, Alcestis, 109-11

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀναμάρτητος, -ον) ἁμαρτάνω
1. αυτός που δεν έχει αμαρτήσει, άμεμπτος, ανεπίληπτος, αγνός
2. αυτός που δεν κάνει ποτέ λάθη, αλάθητος, αλάνθαστος
3. το ουδ. ως ουσ. το αναμάρτητο(ν)
η αναμαρτησία
μσν.
αυτός που έχει λυτρωθεί από την αμαρτία με τη μετάνοια
αρχ.
1. (για πράγματα) αυτός που δεν έγινε από λάθος, που έγινε αναπόφευκτα
2. (το ουδ. στον υπερθ. ως ουσ.) τὸ ἀναμαρτητότατον η αναμαρτησία
3. φρ. «ἀναμάρτητος πρός τινα», αυτός που δεν έχει κάνει κακό σε κανέναν.