ἀλλοδοξία

From LSJ
Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλλοδοξία Medium diacritics: ἀλλοδοξία Low diacritics: αλλοδοξία Capitals: ΑΛΛΟΔΟΞΙΑ
Transliteration A: allodoxía Transliteration B: allodoxia Transliteration C: allodoksia Beta Code: a)llodoci/a

English (LSJ)

,

   A mistaking of one thing for another, ib. 189b.    II revolutionary spirit, D.C.79.5.

German (Pape)

[Seite 103] ἡ, für ψευδὴς δόξα, Plat. Theaet. l 89 b u. Sp., wie D. Cass. 79. 5.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
I equivocación por tomar una cosa por otra, confusión ἀλλοδοξίαν τινὰ οὖσαν φευδῆ φαμεν εἶναι δόξαν Pl.Tht.189b, ἀπορία καὶ ἀ. Plot.4.4.17.
II 1opinión diferente o contraria al régimen político, oposición καθηγεμὼν ... ἀλλοδοξίας D.C.79.5.3.
2 heterodoxia Ath.Al.M.26.532B, cf. M.26.369A.

Greek Monolingual

η (Α ἀλλοδοξία) ἀλλόδοξος
νεοελλ.
το να ανήκει κανείς σε άλλο θρησκευτικό δόγμα, η ετεροδοξία
αρχ.
σφαλερή γνώμη ή αντίληψη.