ἀντεπιβουλεύω

From LSJ
Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντεπιβουλεύω Medium diacritics: ἀντεπιβουλεύω Low diacritics: αντεπιβουλεύω Capitals: ΑΝΤΕΠΙΒΟΥΛΕΥΩ
Transliteration A: antepibouleúō Transliteration B: antepibouleuō Transliteration C: antepivouleyo Beta Code: a)ntepibouleu/w

English (LSJ)

   A form counter-designs, Th.1.33,3.12, etc.

German (Pape)

[Seite 247] dagegen nachstellen, Thuc. 3, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεπιβουλεύω: σχεδιάζω ἐπιβουλὰς ἐναντίον τῶν ἐπιβουλῶν ἑτέρου, μετά δοτ., προεπιβουλεύειν αὐτοῖς μᾶλλον ἢ ἀντεπιβουλεύειν Θουκ. 1. 33., 3. 12, κτλ.

French (Bailly abrégé)

tendre une embuscade à son tour.
Étymologie: ἀντί, ἐπιβουλεύω.

Spanish (DGE)

maquinar a su vez contra αὐτοῖς Th.1.33, τῷ Φαβίῳ D.C.Epit.9.8.2, ἀλλήλοις Iambl.Protr.20 (p.103.12)
abs. Th.3.12.

Greek Monolingual

ἀντεπιβουλεύω (Α)
κάνω σχέδια εναντίον κάποιου που κάνει το ίδιο εναντίον μου.