διάπλαση
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
Greek Monolingual
η (Α διάπλασις, -εως) διαπλάσσω
1. διαμόρφωση, σχηματισμός, πλάσιμο
2. ο τρόπος με τον οποίο ένα σώμα είναι σχηματισμένο («σωματική διάπλαση»)
3. διαπαιδαγώγηση, αγωγή ανηλίκων
4. γεωλ. βασική λιθοστρωματική ενότητα που υποδιαιρείται σε βαθμίδες
5. (φυτογεωγρ.) φυτοκοινωνία που παρά τις διαφορές τών ειδών παρουσιάζει όμοιους βιολογικούς χαρακτήρες και ανάλογη φυσιογνωμία
αρχ.
αποκατάσταση μέλους του σώματος που έχει σπάσει ή ραγίσει.