άβουλος
From LSJ
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄβουλος, -ον) βουλή
ο δίχως βούληση, θέληση
νεοελλ.
ο δίχως πρωτοβουλία, αναποφάσιστος
αρχ.
1. αυτός που σκέπτεται άσχημα ή επιπόλαια, απερίσκεπτος, ασυλλόγιστος
2. άκαρδος, άσπλαχνος, αδιάφορος.