αγνωσία

From LSJ
Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source

Greek Monolingual

και αγνωσιά η (Α ἀγνωσία) ἄγνωτος
1. έλλειψη γνώσης ή ενημερότητας σε κάτι, αμάθεια, άγνοια
2. Ιατρ.. Αδυναμία αναγνωρίσεως τών διαφόρων ερεθισμάτων που παραλαμβάνονται από τα αισθητήρια όργανα, λόγω βλάβης συγκεκριμένων περιοχών του φλοιού τών εγκεφαλικών ημισφαιρίων
αρχ.
το να παραμένει κάτι άγνωστο, η αφάνεια.