αγροίκος

From LSJ
Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → The good father does not hold anger towards his son (Chaeremon, fragment 35)

Source

Greek Monolingual

-ο και άγροικος, -η, -ο (AM ἀγροῑκος, -ον)
1. απολίτιστος, ακαλλιέργητος, άξεστος, τραχύς στη συμπεριφορά
2. ανόητος
νεοελλ.
άπειρος, αμαθής
μσν.
ειλικρινής, απονήρευτος, απλοϊκός
αρχ.
1. αυτός που κατοικεί στην ύπαιθρο, στους αγρούς
2. (για πρόσωπα) αγρότης, χωρικός
3. χωριάτικος, αγροτικός
4. (για τόπο) ο ακαλλιέργητος, ο άγριοςὄρος ἄγροικον»)
5. (για φρούτα) ο μη εκλεκτός, ο κοινός
6. (πληθ. αρσ. ως ουσ.) οἱ ἄγροικοι
οι γεώμοροι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγρός + οἰκῶ.
ΠΑΡ. ἀγροικία (Ι)
αρχ.
ἀγροικίζομαι, ἀγροικικός
μσν.
ἀγροικώδης
νεοελλ.
αγροικώ.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀγροικοστομῶ].