Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

άδολος

From LSJ
Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἴσον θεῷ σου τοὺς φίλους τιμᾶν θέλε → Honora amicos tamquam honorares deos → Verehre willig deine Freunde Göttern gleich

Menander, Monostichoi, 269

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄδολος, -ον) δόλος
(για πρόσωπα και ψυχικές διαθέσεις) ο χωρίς δόλο, αγνός, τίμιος, ειλικρινής, απονήρευτοςεἶναι τὰς σπονδάς ἀδόλους καὶ ἀβλαβεῖς», «ἄδολος εἰρήνη»)
αρχ.
1. (για πράγματα) ανόθευτος, γνήσιος, αμιγής
2. φρ. ἀδόλως και δικαίως
χωρίς απάτη ή πανουργία.