επιμαίομαι
From LSJ
Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft
Greek Monolingual
ἐπιμαίομαι (Α)
1. αποβλέπω σε κάτι, αγωνίζομαι να πετύχω κάτι («σὺ δὲ σκοπέλου ἐπιμαίεο» — προσπάθησε να φτάσεις τον σκόπελο, Ομ. Οδ.)
2. αρπάζω κάτι («ξίφεος δ’ ἐπιμαίετο κώπην», Ομ. Οδ.)
3. ψηλαφώ, αγγίζω («ἕλκος δ’ ἱητὴρ ἐπιμάσσεται», Ομ. Ιλ.)
4. (για τη νύχτα) έρχομαι αργά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μαίομαι «επιχειρώ, προσπαθώ»].