ἐνήλικος

From LSJ
Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνήλῐκος Medium diacritics: ἐνήλικος Low diacritics: ενήλικος Capitals: ΕΝΗΛΙΚΟΣ
Transliteration A: enḗlikos Transliteration B: enēlikos Transliteration C: enilikos Beta Code: e)nh/likos

English (LSJ)

ον, = sq., Sammelb.4638.11 (ii B. C.), IG7.2712.70 (Acraeph.), Plu.Cat.Ma.24, etc.

German (Pape)

[Seite 840] = Folgdm, Plut. Cat. mai. 24 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνήλῐκος: ον = τῷ ἑπομ., Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 51, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 24, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
adulte (propr. qui est en âge).
Étymologie: ἐν, ἡλικός.

Spanish (DGE)

-ον
que ha alcanzado la edad adulta, mayor de edad ἐνήλικοι δὲ γενόμεναι ... κληρονομήσασαι PDryton 33.11 (II a.C.), δοῦλοι IG 7.2712.70, cf. 71 (Acrefia I d.C.), ἐνηλίκοις οὖσι τοῖς υἱοῖς Plu.2.480d, cf. Cat.Ma.24, δισσὴν τέκνων σπορὴν ἀρρένων ἐνήλικον λελοιπεῖαν habiendo dejado doble cosecha de hijos varones en la flor de la vida, ISmyrna 1.11 (heleníst.).

Greek Monolingual

-η, -ο και ενήλιξ, ο, η (AM ἐνῆλιξ, ο, η και ἐνήλικος, -ον) ήλιξ
αυτός που συμπλήρωσε τη νόμιμη ηλικία της αυτεξουσιότητας, που μπήκε στην ανδρική ηλικία.