ἐπίταγμα
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
English (LSJ)
ατος, τό,
A injunction, command, SIG22.6 (pl., Epist. Darei), etc.; τὸ ὑπὸ τοῦ νόμου ἐ. Pl.R.359a ; ἐ. ἐπιτάξαι Aeschin.1.3; ἐξ ἐπιταγμάτων And.3.11; ἐξ ἐπιτάγματος D.19.185 ; κατ' ἐπίταγμα, = κατ' ἐπιταγήν (cf. ἐπιταγή 2), IG3.163,209; τυραννικὸν ἐ. Pl.Lg. 722e, cf. Hyp.Dem.Fr.5, Arist.Pol.1292a20 ; τὰ ἐ. the orders or demands of a courtesan, D.59.29. 2 condition of a treaty, Plb. 1.31.5. 3 Math., ποιεῖν τὸ ἐ. satisfy the required conditions, Archim.Sph.Cyl.1.2,al. b problem, τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐ. χρείαν ἔχοντα εἰς.. Id.Con.Sph.Praef.; subdivision of a problem, Papp.644.9, etc. 4 tribute, Lyd.Mens.3.23 (pl.). II reserve or subsidiary force, Plb.5.53.5, Plu.Pomp.69. 2 detachment of 8,192 ψιλοί,=two στίφη, Ascl.Tact.6.3, etc. b detachment of 4,096 cavalry,=two τέλη, ib.7.11, etc., cf.PGrenf.1.18.6 (ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 989] τό, das Aufgetragene, der Befehl, τὸ ὑπὸ τοῦ νόμου ἐπίταγμα Plat. Rep. II, 359 a; ἐπίταγμα ἐπιτάξαι Aesch. 1, 3; ἐξ ἐπιταγμάτων Andoc. 3, 11 u. A.; – die Forderung, Dem. 59, 29; vgl. Pol. 1, 31, 5. – Bei Pol. 5, 53, 3 u. Plut. Pomp. 69 die Nachhut des Heeres, die hinten aufgestellte Reserve. Vgl. ἐπιτακτός.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίταγμα: τό, (ἐπιτάσσω) πρόσταγμα, διαταγή, Πλάτ. Πολ. 359Α· ἐπ. ἐπιτάξαι Αἰσχίν. 1. 14· ἐξ ἐπιταγμάτων Ἀνδοκ. 24. 42· ἐξ ἐπιτάγματος Δημ. 399. 12· κατ’ ἐπίταγμα Ross. Ἐπιγρ. 189: ― κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὸ πρόσταγμα σημαίνει τυρρανικὴν ἢ παράνομον ἀπαίτησιν, Πλάτ. Νόμ. 722Ε, Ὑπερείδ. κατὰ Δημ. 5. 2, πρβλ. Σχόλ. εἰς Δημ. σ. 717· ἐπιτάγματα τυρράνων, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ψηφίσματα, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 28· ἀπαίτησις ἑταίρας, ἐπείπερ πολυτελὴς ἦν ἡ Νικαρέτη τοῖς ἐπιτάγμασι, ἐπειδὴ ἦτο πολυδάπανος εἰς τὰς ἀπαιτήσεις της, Δημ. 1354. 15. 2) ὅρος συνθήκης, Πολύβ. 1. 31, 5. ΙΙ. ἐπιβοηθητικὸν τάγμα στρατιωτῶν, τὰ δ’ ἐπιτάγματα τῶν πεζῶν καὶ τῶν ἱππέων ἐπὶ τὰ κέρατα μερίσας κτλ. Πολύβ. 5. 53, 5, Πλουτ. Πομπ. 69.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 (ἐπιτάσσω ordonner) ordre, commandement;
2 (ἐπιτάσσω ranger à la suite) corps de réserve.
Étymologie: ἐπιτάσσω.
Greek Monolingual
ἐπιταγμα, τὸ (AM) επιτάσσω
διαταγή, προσταγή, εντολή («καὶ ὀνομάσαι τὸ ὑπὸ τοῡ νόμου ἐπίταγμα νόμιμόν τε καὶ δίκαιον», Πλάτ.)
μσν.
ο φόρος που επιβάλλεται
αρχ.
1. παράνομη απαίτηση («τυραννικὸν ἐπίταγμα», Πλάτ.)
2. αυθαίρετη, αυταρχική διαταγή («καὶ ἔστιν ὁ τοιοῡτος δῆμος ἀνάλογον τῶν μοναρχιῶν τῇ τυραννίδι... καὶ τὰ ψηφίσματα ὥσπερ ἐκεῑ τὰ ἐπιτάγματα», Αριστοτ.)
3. αξίωση («ἐπειδήπερ πολυτελής ἦν ἡ Νικαρέτη τοῑς ἐπιτάγμασιν», Δημοσθ.)
4. διάταξη, όρος συνθήκης («οὐδ’ ἀκούοντες ὑπομένειν ἐδύναντο τὸ βάρος τῶν ἐπιταγμάτων», Πολ.)
5. διευκρίνιση, λύση ενός προβλήματος ή υποδιαίρεση προβλήματος
6. βοηθητικό τάγμα στρατού, εφεδρεία («ὁ δὲ μετεπέμψατο σπείρας ἓξ ἀπό τῶν ἐπιταγμάτων», Πλούτ.)
7. (ειδ.) α) στρατιωτικό απόσπασμα από 8.192 ψιλούς, ισοδύναμο με δύο στίφη
β) απόσπασμα από 4.096 ιππείς ίσο με δύο τέλη.