ἔσκον
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
Ep. and Ion. impf. of εἰμί
A sum (q. v.).
German (Pape)
[Seite 1042] impf. von εἰμί, ich war, Il. 7, 153 u. öfter; ἔσκε, er war, Hom., Her.; Aesch. Pers. 648 u. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
ἔσκον: Ἐπικ. καὶ Ἰων. παρατ. τοῦ εἰμί, παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν Η 153· λίαν συχν. ἐν τῷ γ΄ προσ. ἔσκε, οὐδέποτε ἐν τῷ β΄ ἔσκες.
French (Bailly abrégé)
1ᵉ sg. et 3ᵉ pl. impf. épq. de εἰμί.
English (Autenrieth)
see εἰμί.