αθέμιτος

From LSJ
Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν → they will become one flesh

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀθέμιτος, -ον)
αυτός που παραβαίνει τους νόμους, τα καθιερωμένα, την ηθική τάξη, μη θεμιτός, άνομος, ανήθικος
φρ. «αθέμιτος ανταγωνισμός», «αθέμιτοι πράξεις», «αθέμιτοι εταιρείαι», «αθέμιτα έργα»
νεοελλ.
φρ. «άρρητα αθέμιτα» (ή κατά παρετυμολογία «άρρατα θέματα»), ανοησίες, άλλα αντί άλλων
«θεμιτά κι αθέμιτα», νόμιμα και παράνομα, με κάθε μέσο ή τρόπο
αρχ.
ασεβής, ανόσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + θέμις.
ΠΑΡ. μσν. ἀθεμιτόγαμος, ἀθεμιτομιξία, ἀθεμιτοφάγος
νεοελλ.
αθεμιτοποιός, αθεμιτοπραγία].