αιρεσιάρχης
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
Greek Monolingual
ο (Α αἱρεσιάρχης)
(νεοελλ.-μσν.) αρχηγός θρησκευτικής αιρέσεως
αρχ.
αρχηγός σχολής και ειδικά στη Φιλοσοφία καθώς και στην Ιατρική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἵρεσις + -αρχης < ἄρχω
ΠΑΡ. μσν. αἱρεσιαρχῶ
νεοελλ.
αιρεσιαρχία, αιρεσιαρχικός].