καλοκαμώνομαι

From LSJ
Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24

Greek Monolingual

1. συντελούμαι, γίνομαι εντελώς
2. ωριμάζω
3. (συν. στη μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καλοκαμωμένος, -η, -ο
α) (για πράγματα) καλά, τέλεια κατασκευασμένος, καλοφτειαγμένος, περίτεχνος, καλοδουλεμένος («καλοκαμωμένο έπιπλο»)
β) (κυρίως για καρπούς) καλογινωμένος, ώριμος
γ) (για πρόσ.) αυτός που έχει σύμμετρη και αρμονική διάπλαση, όμορφος, εύπλαστος («καλοκαμωμένη κοπέλα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σχηματίστηκε πιθ. από τη μτχ. καλοκαμωμένος < καλ(ο)- (< επίρρ. καλά) + καμωμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του κάμνω (πρβλ. και κακόκαμωμένος). (Το ρ. καμώνομαι έχει σημ. «υποκρίνομαι» και όχι «κατασκευάζομαι»)].