κενταυροκτόνος
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
ον,
A Centaur-slaying, Lyc.670.
German (Pape)
[Seite 1417] Kentauren tödtend, Lycophr. 670.
Greek Monolingual
κενταυροκτόνος, -ον (ΑΜ)
αυτός που σκοτώνει τους κενταύρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κένταυρος + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. αδελφο-κτόνος, τυραννο-κτόνος.