κισσοφάγος
From LSJ
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
English (LSJ)
[ᾰ], ον, Att. κιττ-,
A ivy-eating, Longus 3.5.
German (Pape)
[Seite 1443] Epheu essend, Longus 3, 5.
Greek (Liddell-Scott)
κισσοφάγος: -ον, Ἀττ. κιττ-, ὁ ἐσθίων κισσόν, Λόγγ. 3. 5.
Greek Monolingual
κισσοφάγος, αττ. τ. κιττοφάγος, -ον (Α)
αυτός που τρώγει κισσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. αόρ. β' ἔ-φαγ-ον του ἐσθίω), πρβλ. σαρκο-φάγος, φυτο-φάγος.