-αλέος

From LSJ
Revision as of 06:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

Greek Monolingual

Γλωσσ.
κατάληξη επιθέτων της αρχαίας, που απαντά στα ομηρικά κείμενα και ιδιαίτερα στους μεταγενέστερους επικούς ποιητές. Στην αρχαία Ελληνική μαρτυρούνται συνολικά 112 περίπου επίθετα σε -αλέος. Η κατάληξη δεν μαρτυρείται στην αττική διάλεκτο, η δε παρουσία της στην κοινή οφείλεται σε επίδραση της ιωνικής διαλέκτου, όπου και πρωτοεμφανίστηκε. Από τη χρήση τών επιθέτων σε -αλέος γίνεται φανερό ότι αρχικά η κατάληξη εξυπηρετούσε κυρίως μετρικούς σκοπούς
πρέπει να αποτελεί δε επαυξημένη μορφή της καταλήξεως -αλος. Η κατάληξη -αλέος στην Αρχαία σήμαινε κανονικά «αυτόν που έχει κάτι». Τέτοια επίθετα από τα αρχαία Ελληνικά είναι τα αὐσταλέος, αὐχαλέος, αὐχμαλέος, δειμαλέος, διψαλέος, ἐψαλέος, θαρσαλέος, ἰσχαλέος, ὀπταλέος, ὀτραλέος, ῥιμφαλέος, ὠκαλέος κ.ά. Η κατάληξη -αλέος απαντά επίσης και σε περιορισμένο αριθμό επιθέτων της Ν. Ελληνικής με υποτιμητική συνήθως σημασία (ως λ.χ. η κατάλ. -ιάρης). Πρβλ. γεραλέος, πειναλέος, ψωραλέος, νυσταλέος, κραυγαλέος κ.ά. Εν τούτοις η κατάλ. διατηρεί και στη Ν. Ελληνική την αρχική της σημασία, δηλώνοντας σε ορισμένα επίθετα «αυτόν που έχει κάτι, που χαρακτηρίζεται από ορισμένη ιδιότητα», πρβλ. φρικαλέος, ρωμαλέος, θαρραλέος, λυσσαλέος, φευγαλέος κ.ά.