Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau
(Α ἀμαυρῶ -όω)
αφαιρώ τη λάμψη, την αίγλη, τη δόξα, κηλιδώνω, σπιλώνω
αρχ.
1. κάνω κάτι σκοτεινό, αμυδρό, ασαφές
2. εξασθενίζω, αμβλύνω, ελαττώνω, μειώνω, εξαλείφω
3. καταστρέφω, εξαφανίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιθ. ἀμαυρός.
ΠΑΡ. αμαύρωμα, αμαύρωση, αμαυρωτικός].