ἀναθερμαίνω
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
A warm up, heat again, AP11.55:—Pass., become warm again, Hp.Epid.1.2, cf. 26.β,Arist.HA569b11: πυρετὸς -όμενος Hp.Prog.17.
German (Pape)
[Seite 188] wieder erwärmen, übertr., aufregen, τὴν μέλλησιν Plut. Phoc. 6; κραδίην Pallad. 24 (XI, 55).
French (Bailly abrégé)
réchauffer.
Étymologie: ἀνά, θερμαίνω.
Spanish (DGE)
I 1recalentar τὰς φρένας enloquecer S.Fr.822.
2 reanimar, reconfortar Βάκχος ... ἀναθερμαίνων ψυχομένην κραδίην AP 11.55 (Pall.), cf. Luc.Dem.Enc.15, ποιητικὴν καὶ μουσικὴν Ἔρως δύναμιν ... ἀναθερμαίνει Plu.2.405f.
II en v. med.
1 recobrar el calor, volver a calentarse ἄκρεα Hp.Epid.1.26.2, cf. Epid.1.2, πυρετὸς ... ἀναθερμαινόμενος volviendo a subir la fiebre Hp.Prog.17, τὸ σῶμα Hp.Liqu.2, ὁ ἀήρ Hp.Flat.8
•sin sent. iter. claro calentarse ἡ γῆ Arist.HA 569b11, de pers. ταῖς χερσὶν ἀναθερμανθέντες Arist.Pr.948a11.
Greek Monolingual
(Α ἀναθερμαίνω)
θερμαίνω εκ νέου, ξαναζεσταίνω
νεοελλ.
αναζωογονώ, αναζωπυρώνω, τονώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + θερμαίνω.
ΠΑΡ. αναθέρμανση (-ις)].