ἀστρονομία

From LSJ
Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστρονομία Medium diacritics: ἀστρονομία Low diacritics: αστρονομία Capitals: ΑΣΤΡΟΝΟΜΙΑ
Transliteration A: astronomía Transliteration B: astronomia Transliteration C: astronomia Beta Code: a)stronomi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A astronomy, Hp.Aër.2, Ar.Nu.201, Pl.Smp.188b, etc.; title of a work ascribed to Hesiod, and Ptolemy's σύνταξις, Olymp.in Mete.68.20, al.

German (Pape)

[Seite 378] ἡ, Sternkunde, Ar. Nub. 201; ἡ περὶ ἄστρων τε φορᾶς καὶ ἐνιαυτῶν ὥρας Plat. Conv. 188 b u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστρονομία: ἡ, Ἱππ. π. Ἀέρ. 281, Ἀριστοφ. Νεφέλ. 201, Πλάτ., κλπ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
astronomie.
Étymologie: ἀστρονόμος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): -ίη Hp.Aër.2
1 astronomía μάθοι ἂν ὅτι οὐκ ἐλάχιστον μέρος ξυμβάλλεται ἀστρονομίη ἐς ἰητρικήν Hp.l.c., cf. Ar.Nu.201, Pl.Smp.188b, Grg.451c, Eudox.Fr.270, D.Chr.70.4, 9, Plot.3.1.3
ἐξ ἀστρονομίας según la astronomía Philostr.Her.47.8
ἡ ἀ. tít. de una obra atribuida a Hesíodo, Olymp.in Mete.68.20.
2 astrología Χαλδαίων ἀ. καὶ γενεθλιαλογία Gr.Naz.M.36.340B.

Greek Monolingual

η (AM ἀστρονομία) αστρονόμος
η επιστήμη που μελετά όλα τα ουράνια αντικείμενα πέρα από τη Γη και το άμεσο περιβάλλον της (τη Σελήνη, τον Ήλιο και τους πλανήτες με τους δορυφόρους τους, τους μετεωρίτες, τους αστέρες, τους γαλαξίες), το μεσοαστρικό και το μεσοπλανητικό υλικό και τέλος το σύμπαν ως σύνολο
αρχ.
αστρολογία.