ἀτράπεζος

From LSJ
Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτράπεζος Medium diacritics: ἀτράπεζος Low diacritics: ατράπεζος Capitals: ΑΤΡΑΠΕΖΟΣ
Transliteration A: atrápezos Transliteration B: atrapezos Transliteration C: atrapezos Beta Code: a)tra/pezos

English (LSJ)

[ρᾰ], ον, (τράπεζα)

   A unsocial, Man.4.563.

German (Pape)

[Seite 388] (τράπεζα), ohne Tisch, Maneth. 4, 564.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτράπεζος: -ον, (τράπεζα) ὁ ἄνευ τραπέζης, τούτου χάριν ἄστεγος ἦν καὶ ἀτράπεζος, πένης, ἀλήτης, γυμνός, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1. σ. 419D. 2) ἀκοινώνητος, ἀλλόφρων, δύσμικτοςἀτράπεζος Μανέθ. 4. 563.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 sans table, sans nourriture;
2 qui se tient à part de la table commune, insociable.
Étymologie: ἀ, τράπεζα.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ᾰ-]
1 que no tiene mesa o comida ὁ ξένος καὶ ἄστεγος καὶ ἀ. τῶν τὰ πάντα ἐχόντων πλουσιώτερος ἦν Gr.Nyss.Ep.17.14.
2 insociable Man.4.563.

Greek Monolingual

ἀτράπεζος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν έχει τραπέζι
2. ο ακοινώνητος.