δενδροκοπώ
From LSJ
ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble
Greek Monolingual
(AM δενδροκοπῶ, -έω) δενδροκόπος
κόβω δένδρα
αρχ.
1. κόβω, καταστρέφω οπωροφόρα δένδρα και αμπέλια
2. φρ. «δενδροκοπέω χώραν» ερημώνω μια περιοχή κατακόβοντας τα δένδρα της.