διαφάνεια

From LSJ
Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαφάνεια Medium diacritics: διαφάνεια Low diacritics: διαφάνεια Capitals: ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ
Transliteration A: diapháneia Transliteration B: diaphaneia Transliteration C: diafaneia Beta Code: diafa/neia

English (LSJ)

[φᾰ], ἡ,

   A transparency, Pl.Phd.110d.

German (Pape)

[Seite 609] ἡ, Durchscheinen, Durchsichtigkeit, von Steinen, Plat. Phaed. 110 d.

Greek (Liddell-Scott)

διαφάνεια: ἡ, = διάφασις, ἡ ἰδιότης τοῦ διαφανοῦς, Πλάτ. Φαίδωνι 110D.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
transparence.
Étymologie: διαφανής.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
transparencia τὰ ὄρη ... καὶ τοὺς λίθους ἔχειν ... τήν τε λειότητα καὶ τὴν διαφάνειαν καὶ τὰ χρώματα καλλίω Pl.Phd.110d, τὸν δ' ἄλλον οὐρανὸν ... μὴ ὁρᾶσθαι ... διαφανείᾳ οὐκ ἀντιτύπῳ que el resto del cielo no se ve a causa de una transparencia que no presenta resistencia Plot.2.1.7, cf. Alex.Aphr.de An.45.10, in Sens.49.5, τοῦ ὑέλου Gp.5.7.2, ἡ δ. τοῦ ... χιτῶνος Paul.Aeg.6.21.2, ἡ τοῦ αἰσθητηρίου δ. Alex.Aphr.in Mete.148.16, ἡ δ. τοῦ ἀέρος Mich.in PA 40.17, Sophon.in de An.27.1, cf. Anon.Hier.Luc.1.40.

Greek Monolingual

η (ΑΝ)
η ιδιότητα του διαφανούς
νεοελλ.
η ιδιότητα κάποιων σωμάτων να επιτρέπουν τη δίοδο του φωτός, ώστε να φαίνονται τα αντικείμενα που υπάρχουν πίσω από αυτά
2. μτφ. διαφάνεια λόγων, πράξεων
λόγοι ή πράξεις που δεν έχουν μυστικό χαρακτήρα, αλλά λέγονται ή πράττονται φανερά, υπό το φως της δημοσιότητας
3. φυσ. στην Οπτική το πηλίκο ζ / ζο, όπου ζο είναι η ένταση της φωτεινής δέσμης και ζ η ένταση της φωτεινής δέσμης αφού πέρασε από τη διαφανή επιφάνεια
4. (οικον.) η καθαρότητα της αγοράς του ελεύθερου ανταγωνισμού, όπου κάθε πράξη είναι εμφανής και γίνεται άμεσα αντιληπτή στον καθένα.