εικασία
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
Greek Monolingual
η (AM εἰκασία) εικάζω
συμπέρασμα, υπόθεση
αρχ.
1. απεικόνιση, παράσταση, περιγραφή
2. σύγκριση, παραβολή.