εκτρέφω

From LSJ
Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225

Greek Monolingual

(AM ἐκτρέφω)
1. τρέφω κάποιον από μικρή ηλικία ώσπου να μεγαλώσει, μεγαλώνω, ανατρέφω
2. τρέφω, διατρέφω, συντηρώ
νεοελλ.
αναπτύσσω από ηθική άποψη
αρχ.
1. αυξάνω, μεγαλώνω
2. μέσ. αναλαμβάνω να αναθρέψω
3. (για ζώα) κυοφορώ, γεννώ
(τὸ ἐκτρεφόμενον
το κυοφορούμενο έμβρυο)
4. βρίσκομαι στη ζωή, ζω.