ενοίκιο
From LSJ
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
Greek Monolingual
και νοίκι, το (AM ως επίθ. ἐνοίκιος, -ον) ένοικος
1. το τίμημα για την εγκατοίκηση ή τη χρήση οικήματος («ὤκει παρ' ἑτέροις ἐνοίκιον οὐ πολὺ τελών», Πλούτ.)
2. μίσθωμα, τίμημα για ενοικίαση κάθε χώρου
αρχ.
1. ως επίθ. ἐνοίκιος, -ον
αυτός που ζει στο σπίτι, οικιακός, κατοικίδιος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνοίκιον
οίκηση, εγκατοίκηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ένοικος + -ιον, ουδ. του επιθήματος -ιος].