ἐπιθωρακίζομαι
From LSJ
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
English (LSJ)
A put on one's armour, v.l. for θωρακ- (q.v.).
German (Pape)
[Seite 944] sich den Panzer anlegen, Xen. Cyr. 3, 3, 27.
French (Bailly abrégé)
endosser une cuirasse.
Étymologie: ἐπί, θωρακίζω.
Greek Monolingual
ἐπιθωρακίζομαι (Α)
φορώ τον θώρακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θωρακίζομαι «φορώ θώρακα»].