εὔποτος

From LSJ
Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔποτος Medium diacritics: εὔποτος Low diacritics: εύποτος Capitals: ΕΥΠΟΤΟΣ
Transliteration A: eúpotos Transliteration B: eupotos Transliteration C: eypotos Beta Code: eu)/potos

English (LSJ)

ον, (πίνω)

   A easy to drink, pleasant to the taste, ῥέος A.Pr.676, 812; ὕδωρ Ath.Med. ap. Orib.inc.23.15; of milk, A.Pers.611.    II good to drink from, ἐκπώματα Eratosth. ap. Ath.11.482b (Sup.).    III accustomed to drink, Aret.CA2.3.

German (Pape)

[Seite 1090] gut, angenehm zu trinken, trinkbar, γάλα, ῥέος, Aesch. Pers. 603 Prom. 812. – Bei Ath. XI, 482 a von einem Becher, aus dem sich gut trinken läßt, εὐποτώτατα ἐκπωμάτων.

Greek (Liddell-Scott)

εὔποτος: -ον, (πίνω) καλὸς πρὸς πόσιν, εὔγευστος ἐν τῇ πόσει, ἐπὶ κρηναίου ἢ ποταμίου ὕδατος, Αἰσχύλ. Πρ. 676, 812· ἐπὶ γάλακτος, Πέρσ. 611. II. ἐξ οὗ καλῶς δύναταί τις νὰ πίῃ, ἐκπώματα Ἐρατοσθ. παρ’ Ἀθην. 482B.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bon à boire.
Étymologie: εὖ, πίνω.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔποτος, -ον)
αυτός που πίνεται εύκολα ή ευχάριστα
αρχ.
1. (για σκεύος) αυτός από τον οποίο μπορεί κάποιος να πίνει εύκολα
2. συνηθισμένος να πίνει, επιρρεπής στο πιοτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ποτός (< πίνω), πρβλ. ά-ποτος, δύσ-ποτος].