καμπανίτης

From LSJ
Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατοςthere is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind

Source

Greek Monolingual

ο
αφρώδης οίνος, που παραγόταν αρχικά στη γαλλική Καμπανία, σαμπάνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοπωνύμιο Καμπανία (μεταφορά στην ελλ. του γαλλ. τοπωνυμίου Champagne) + κατάλ. -ίτης, πρβλ. ανατολίτης, ρητιν-ίτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].