κατευνασμός

From LSJ
Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατευνασμός Medium diacritics: κατευνασμός Low diacritics: κατευνασμός Capitals: ΚΑΤΕΥΝΑΣΜΟΣ
Transliteration A: kateunasmós Transliteration B: kateunasmos Transliteration C: katevnasmos Beta Code: kateunasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A lulling to sleep, Id.2.378f (pl.).

German (Pape)

[Seite 1398] ὁ, das in Schlaf, zur Ruhe Bringen, Ggstz ἀνέγερσις, Plut. de is. et Osir. 69.

Greek (Liddell-Scott)

κατευνασμός: ὁ, ἀποκοίμισις, Πλούτ. 2. 378Ε.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action d’endormir.
Étymologie: κατευνάζω.

Greek Monolingual

ο (Α κατευνασμός) κατευνάζω
νεοελλ.
καθησύχαση, καταπράυνση, ηρέμηση, μαλάκωμα («ο κατευνασμός της διχόνοιας»)
αρχ.
το να οδηγεί κάποιος κάποιον στην κλίνη για να κοιμηθεί, το κοίμισμα.