κεντρί

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τέθνηκ' ἐν ἀνθρώποισιν πᾶσα γὰρ χάρις → Emortua omnis est hominibus gratia → Zu Grab getragen ist bei Menschen aller Dank

Menander, Monostichoi, 498

Greek Monolingual

το (ΑΜ κεντρίον, Μ και κεντρί) κέντρον
1. όργανο άμυνας ή επίθεσης διαφόρων εντόμων με το οποίο αυτά εγχέουν στο σώμα του εχθρού ή της λείας τοξικό υγρό που εκκρίνεται από ειδικό αδένα συνδεδεμένο με το τελικό έντερο
2. γεν. καθετί που κεντρίζει, αγκίδα, σουβλί
3. καθετί που διεγείρει ένα πάθος, που ερεθίζει («τὰ πικρὰ τῶν ἐρώτων κεντριά», Πρόδρ.)
νεοελλ.
1. μτφ. υπενθύμιση δυσάρεστων πραγμάτων, ενόχληση, πείραγμα
2. (για πρόσ.) ο άνθρωπος που είναι επιτήδειος στο να ερεθίζει, να εξοργίζει τους άλλους
αρχ.
η θέση του σώματος του αλόγου που κεντρίζεται με τους πτερνιστήρες, με τα σπιρούνια.