κνίδωση

From LSJ
Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source

Greek Monolingual

η (Α κνίδωσις)
ο ερεθισμός του δέρματος που προκαλείται από την επαφή με κνίδη
νεοελλ.
ιατρ. οξεία ή χρόνια αλλεργική αντίδραση του δέρματος, η οποία χαρακτηρίζεται από την αιφνίδια εμφάνιση ελαφρά επηρμένων λείων πλακών, χρώματος συνήθως ερυθρότερου ή ωχρότερου από το γύρω δέρμα, που συνοδεύονται από έντονο κνησμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνίδη «τσουκνίδα», πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ρ. κνιδόω / ].