Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κρεμμύδι

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492

Greek Monolingual

και κρεμύδι και κρομμύδι, το
1. κοινή ονομασία του διετούς ποώδους φυτού Allium cepa, που ανήκει στην οικογένεια αλλιίδες ή στην οικογένεια λιλιίδες και του οποίου ο βολβός είναι φαγώσιμος ωμός αλλά χρησιμοποιείται και στη μαγειρική για την έντονη και ερεθιστική οσμή και γεύση του
2. κοινή ονομασία τών βολβών τών φυτών
3. φρ. «ώσπου να πεις κρεμμύδι» — πολύ γρήγορα, αμέσως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρομμύδι < κρομμύ-διον (υποκορ. του κρόμμυον), ενώ ο τ. κρεμμύδι προέρχεται είτε από τον τ. κρέμμυον (μτγν. του κρόμμυον) είτε από κρομμύδι(ον) με τροπή του -ο σε -ε- λόγω της φωνητικής επίδρασης του -ρ-. Η γρφ. με ένα -μ- είναι ήδη αρχ. (πρβλ. κρόμυον).
ΠΑΡ. κρεμμύδα, κρεμμυδάκι, κρεμμυδίλα.
ΣΥΝΘ. κρεμμυδόσουπα, κρεμμυδόσπορος, κρεμμυδότσουφλο, κρεμμυδοφάγος].