κυπαρίσσι
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
Greek Monolingual
το (AM κυπαρίσσιον, Μ και κυπαρίσσιν)
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) ευθυτενής και λυγερός («έχει κορμί κυπαρίσσι»)
2. φρ. «τον πήγανε στα κυπαρίσσια» — τον θάψανε
νεοελλ.-μσν.
ονομασία, κοινή σήμερα, τών ειδών του γένους γυμνόσπερμων κωνοφόρων φυτών cupressus, που, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια κυπαρισσίδες
αρχ.
(υποκορ. του κυπάρισσος) μικρό κυπαρίσσι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυπάρισσος.
ΠΑΡ. νεοελλ. κυπαρισσάκι, κυπαρισσένιος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μσν. κυπαρισσοβεργόλικος, κυπαρισσοβεργόλυγος, κυπαρισσόλικος
μσν.- νεοελλ.
κυπαρισσόμηλο, κυπαρισσόξυλο, κυπαρισσόφυλλο
νεοελλ.
κυπαρισσέλαιο, κυπαρισσόχορτο. (Β' συνθετικό) νεοελλ. αγριοκυπάρισσο].