μονοτόκος

From LSJ
Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοτόκος Medium diacritics: μονοτόκος Low diacritics: μονοτόκος Capitals: ΜΟΝΟΤΟΚΟΣ
Transliteration A: monotókos Transliteration B: monotokos Transliteration C: monotokos Beta Code: monoto/kos

English (LSJ)

Ep.μουνο-, ον,

   A bearing but one at a time, Arist.HA576a1, GA772b2.    II = μονότεκνος, ζῷα Plu.2.93f, cf. Call.Ap.54, Nonn.D.6.31.    III proparox., μ. κούρη an only child, ib.58.

German (Pape)

[Seite 205] ein Junges gebärend, Arist. H. A. 7, 4 part. an. 4, 10; ion. μουνοτ., Callim. Apoll. 54.

Greek (Liddell-Scott)

μονοτόκος: -ον, ὁ γεννῶν μόνον ἓν τέκνον ἑκάστοτε, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 22, 3, π. Ζ. Γεν. 4. 4, 9, κ. ἀλλ.· - Ἰων. μουν-, Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 54.

Greek Monolingual

-ο (Α μονοτόκος, ιων. τ. μουνοτόκος, -ον)
1. αυτός που γεννά κάθε φορά ένα μόνο τέκνο
2. αυτός που έχει ένα μόνο παιδί, μονότεκνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + τόκος(< τίκτω). Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.].