μίμαυλος

From LSJ
Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau

Menander, Monostichoi, 231
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑμαυλος Medium diacritics: μίμαυλος Low diacritics: μίμαυλος Capitals: ΜΙΜΑΥΛΟΣ
Transliteration A: mímaulos Transliteration B: mimaulos Transliteration C: mimavlos Beta Code: mi/maulos

English (LSJ)

ὁ,

   A mimic actor, accompanied on the flute, Ath.10.452f.

German (Pape)

[Seite 186] ὁ, eine Art Mimenspieler, vielleicht den Flötenton nachahmend, oder mit der Flöte begleitet, Ath. X, 452 e.

Greek (Liddell-Scott)

μίμαυλος: [ῑ], ὁ, παντόμιμος συνοδευόμενος κατὰ τὴν παράστασιν ὑπ’ αὐλοῦ ἢ μιμούμενος τὸν ἦχον αὐλοῦ, Ἀθήν. 452F· ― μῑμαυλέω, εἶμαι μίμαυλος, «μιμαυλεῖν· μιμεῖσθαι, ὑποκρίνεσθαι» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μίμαυλος, ὁ (Α)
ηθοποιός που έπαιζε μίμους με συνοδεία αυλού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῖμος + αὐλός.