μίμαυλος
From LSJ
Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau
English (LSJ)
ὁ,
A mimic actor, accompanied on the flute, Ath.10.452f.
German (Pape)
[Seite 186] ὁ, eine Art Mimenspieler, vielleicht den Flötenton nachahmend, oder mit der Flöte begleitet, Ath. X, 452 e.
Greek (Liddell-Scott)
μίμαυλος: [ῑ], ὁ, παντόμιμος συνοδευόμενος κατὰ τὴν παράστασιν ὑπ’ αὐλοῦ ἢ μιμούμενος τὸν ἦχον αὐλοῦ, Ἀθήν. 452F· ― μῑμαυλέω, εἶμαι μίμαυλος, «μιμαυλεῖν· μιμεῖσθαι, ὑποκρίνεσθαι» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μίμαυλος, ὁ (Α)
ηθοποιός που έπαιζε μίμους με συνοδεία αυλού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῖμος + αὐλός.