νοικοκυρεύω
From LSJ
Ἡ κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel
Greek Monolingual
νοικοκύρης
1. κάνω κάποιον νοικοκύρη, εξασφαλίζω σε κάποιον οικονομική άνεση, τον αποκαθιστώ οικονομικά («περιμένει να παντρευτεί για να νοικοκυρευτεί»)
2. τακτοποιώ, συγυρίζω, βάζω σε τάξη, καταρτίζω κάτι σαν καλός νοικοκύρης
3. μέσ. νοικοκυρεύομαι
γίνομαι συνετός στη διαχείριση τών οικονομικών και αποφεύγω να κάνω σπατάλες.