μυροδοχείο

From LSJ
Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)

Source

Greek Monolingual

το
1. δοχείο στο οποίο φυλάσσεται αρωματικό υγρό, μυρογυάλι, μυροθήκη
2. λειτουργικό σκεύος της εκκλησίας στο οποίο φυλάσσεται το άγιο μύρο.