ξανανιώνω

From LSJ
Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source

Greek Monolingual

και ξανανεώνω
1. κάνω πάλι κάποιον νέο ή κάνω κάποιον να νιώσει πάλι νέος, αναζωογονώ
2. ξανακάνω κάτι καινούργιο
3. επανέρχομαι στην πρώτη μου ακμή
4. γίνομαι ή αισθάνομαι πάλι νέος, ακμαίος, αναζωογονούμαι («αν άσπρισ', αν εγέρασα, για σέ θα ξανανιώσω», Βαλαωρ.)
5. φαίνομαι δροσερότερος («με την αυγή και με το φως τα πάντα ξανανιώνουν», Παλαμ.)
6. γεννιέμαι για δεύτερη φορά, ξαναγεννιέμαι.