ξεπληρώνω

From LSJ
Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πεινῶσαν ἀλώπεκα ὕπνος ἐπέρχεται → sleep allows one to go without food

Source

Greek Monolingual

1. τελειώνω την πληρωμή οφειλής, ξεχρεώνω
2. ανταποδίδω ηθική ή υλική υποχρέωση («κάποια μέρα θα του το ξεπληρώσω το καλό που μού έκανε»)
3. πληρώνω κάτι ως πρόστιμο ή ως αντιστάθμισμα («να σάς το ξεπληρώσει ο θεός»)
4. εκδικούμαι, τιμωρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-πληρώνω (αόρ. ἐξ-επλήρωσα), βλ. και λ. ξ(ε)-].